- προπυρήνας
- ο, Νβιολ.1. ο πυρήνας ενός γεννητικού κυττάρου-ωαρίου, σπερματοζωαρίου ή κόκκου γύρεως, που έχει τον μισό αριθμό χρωματοσωμάτων τού είδους2. φρ. α) «θηλυκός προπυρήνας» — ο πυρήνας τού ωαρίου, που καταλαμβάνει το κέντρο του μετά την απελευθέρωση τών πολικών σωματίωνβ) «αρσενικός προπυρήνας» — ο πυρήνας τού σπερματοζωαρίου, ο οποίος, μετά την είσοδό του στο ωάριο, διευρύνεται, παίρνει μια μορφή παρόμοια με εκείνην τού θηλυκού προπυρήνα και κατευθύνεται προς αυτόν.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. pronucleus (< προ-* + nucleus «πυρήνας»)].
Dictionary of Greek. 2013.